- πηχισμός
- ὁ, Α [πηχίζω]η μέτρηση με τον πήχυ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηχισμός — measuring by the cubit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχισμῷ — πηχισμός measuring by the cubit masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχισμόν — πηχισμός measuring by the cubit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχυσμός — ὁ, Μ μέτρηση τής ανύψωσης τής στάθμης τού Νείλου με το Νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πηχισμός κατ επίδραση τού πῆχυς] … Dictionary of Greek